- στιβάδας
- στιβάςbed of strawfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγωγιμότητα — Η ιδιότητα ορισμένων σωμάτων να μεταφέρουντον ηλεκτρισμό ή τη θέρμανση.ειδική. α.Το αντίστροφο της ειδικής αντίστασης. Αναφέρεται στο υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένος ένας αγωγός και μετριέται σε μονάδες Ω 1 · mm 2 · m ή S · mm 2 · m,… … Dictionary of Greek
γαστρίδιο — Ένα από τα αρχικά στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης. Προέρχεται από ένα βλαστίδιο με μια διαδικασία εγκόλπωσης που αποκαλείται γαστριδίωση. Η αυλάκωση τελειώνει με τη διευθέτηση των βλαστομεριδίων γύρω από μια κεντρική κοιλότητα. Στη συνέχεια, το… … Dictionary of Greek
κερατοδερμία — Δερματική πάθηση που χαρακτηρίζεται από πάχυνση της κεράτινης στιβάδας της επιδερμίδας και προσβάλλει συχνότερα τα χέρια και τα πόδια. Υπάρχουν δύο μορφές κ.: η ιδιοπαθής και η δευτεροπαθής. Η πρώτη, γνωστή και ως νόσος του Μελέντα, είναι… … Dictionary of Greek
παρακεράτωση — η ιατρ. διαταραχή τής κερατινοποίησης τής επιδερμίδας, η οποία χαρακτηρίζεται από εξαφάνιση τής κοκκώδους στιβάδας και από αλλοίωση τής κεράτινης στιβάδας, τα κύτταρα τής οποίας διατηρούν μη φυσιολογικά τον πυρήνα τους … Dictionary of Greek
υπερκεράτωση — η, Ν 1. ιατρ. σημαντική, μη φυσιολογική, πάχυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, που παρατηρείται σε πολλές παθήσεις και ογκοειδείς σχηματισμούς τού δέρματος, λ.χ. ιχθύαση, κερατοδερμία κ.ά. 2. (κτην.) νόσος τών βοοειδών η οποία… … Dictionary of Greek
Στοιχεία — Ουσίες με ομογενή ατομική σύσταση, που αντιπροσωπεύουν τα τελικά όρια στα οποία όλα τα υλικά σώματα μπορούν να υποδιαιρεθούν με χημικά μέσα. Στα σ., στην ελεύθερη κατάσταση τους (μη ενωμένα) τα άτομα συνενώνονται σε μόρια που αποτελούνται από 2… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
αιματοκρίτης — Όρος που δηλώνει την κατ’ όγκο σχέση των έμμορφων στοιχείων του αίματος προς το πλάσμα του και εκφράζεται σε επί τοις εκατό αναλογία ανά κ. εκ. αίματος. Επειδή τα έμμορφα στοιχεία του αίματος, όταν εκτιμούνται σε όγκο, αντιπροσωπεύονται σχεδόν… … Dictionary of Greek
ακάνθωμα — το Ιατρ. καλοήθης ή κακοήθης όγκος, παραγόμενος από τα πολυεδρικά (ακανθωτά) κύτταρα τής βλαστικής στιβάδας τής επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < acanthoma, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + κατάλ. ωμα*] … Dictionary of Greek
ακανθόλυση — η Ιατρ. απώλεια τής συνοχής τών κυττάρων τής ακανθωτής στιβάδας τής επιδερμίδας. Χαρακτηριστική για πολλές δερματοπάθειες. [ΕΤΥΜΟΛ. < acanthotysis, νεολατιν. επιστημον. όρος, ελληνογενής < άκανθα + λύσις ( η)] … Dictionary of Greek